- σατινάρω
- Ν(ιδίως σχετικά με χαρτί και ύφασμα) καθιστώ κάτι λείο και στιλπνό υποβάλλοντάς το σε επεξεργασία με σάτινα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satiner (βλ. λ. σατέν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σατινάρω — (λ. γαλλ.), κάνω κάτι λείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σατινάρισμα — το, Ν [σατινάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σατινάρω, στίλβωση, λείανση … Dictionary of Greek